- σχέδος
- σχέδοςriddleneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σχέδος — ους, τὸ, Μ [σχέδη] 1. το τμήμα τής γραμματικής που έχει ως αντικείμενο τον διαχωρισμό τών λέξεων μεταξύ τους 2. κείμενο ή βιβλίο πρακτικής διδασκαλίας τής γραμματικής τεχνολογημένο σύμφωνα με τη σχεδογραφική μέθοδο, στο οποίο οι γραμματικές… … Dictionary of Greek
σχέδεσι — σχέδος riddle neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχέδους — σχέδος riddle neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχέδη — leaf fem nom/voc sg (attic epic ionic) σχέδος riddle neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σχέδος riddle neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεδογραφία — η, ΝΜ μέθοδος ερμηνείας και διδασκαλίας τών κειμένων τής κλασικής ελληνικής και βυζαντινής εκκλησιαστικής γραμματείας, που χρησιμοποιήθηκε συστηματικά στα σχολεία τής βυζαντινής περιόδου και κατά την οποία οι μαθητές ασκούνταν στη γραμματική,… … Dictionary of Greek
σχεδίων — σχέδιος near fem gen pl σχέδιος near masc/neut gen pl σχέδος riddle neut gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεδῶν — σχέδη leaf fem gen pl σχέδος riddle neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχέδην — σχέδη leaf fem acc sg (attic epic ionic) σχέδην gently indeclform (adverb) σχέδος riddle neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχέδιος — near masc nom sg σχέδος riddle neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)